διέκθλιψη

διέκθλιψη
η
το να διεκθλίβει κάποιος κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διεκθλίπτης — ο όργανο με το οποίο γίνεται η διέκθλιψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. tourteau (de grenoir). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”